- αλαφροσύνη
- η1) лёгкость, легковесность; 2) беззаботность, беспечность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλαφροσύνη — η [αλαφρός] 1. έλλειψη μεγάλου βάρους, ελαφρότητα 2. αμεριμνησία, ευθυμία 3. επιπολαιότητα, ανοησία 4. αλάφρωμα, βελτίωση στην κατάσταση ενός αρρώστου … Dictionary of Greek
αλαφρός — ιά, ιό ο ελαφρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἐλαφρός. Το επίθ. προήλθε από τον πληθ. τού ουδετέρου (τα ελαφρά τα ‘λαφρά) με μετακίνηση τών ορίων του μορφήματος (τής λέξης) λόγω κακού χωρισμού: τ’ αλαφρά, από όπου αναλογικά και ο τ. αλαφρός. Από… … Dictionary of Greek
ελαφροσύνη — η αλαφροσύνη … Dictionary of Greek